αὐλίτης

αὐλίτης
αὐλίτης [], ου, , (αὐλή III)
A farm-servant, S.Fr.502, A.R.4.1487; cf. αὐλείτης, αὐλήτης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας …   Dictionary of Greek

  • αὐλίτης — farm servant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλιτῶν — αὐλίτης farm servant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αυλείτης — ο βλ. αυλίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”